απραγιά

απραγιά
η неопытность; неспособность, неумение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απραγιά" в других словарях:

  • απραγία — κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) [άπραγος] νεοελλ. έλλειψη πείρας, αδεξιότητα αρχ. μσν. 1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας 2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια …   Dictionary of Greek

  • ἀπραγίᾳ — ἀπρᾱγίαι , ἀπραγία inaction fem nom/voc pl ἀπρᾱγίᾱͅ , ἀπραγία inaction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγίαι — ἀπρᾱγίαι , ἀπραγία inaction fem nom/voc pl ἀπρᾱγίᾱͅ , ἀπραγία inaction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγίας — ἀπρᾱγίᾱς , ἀπραγία inaction fem acc pl ἀπρᾱγίᾱς , ἀπραγία inaction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοπραγία — η (AM δικαιοπραγία) το να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + πραγία < πράγμα (πράσσω / πράττω) πρβλ. απραγία, δυσπραγία] …   Dictionary of Greek

  • ἀπραγιῶν — ἀπρᾱγιῶν , ἀπραγία inaction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγίαν — ἀπρᾱγίᾱν , ἀπραγία inaction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγίῃ — ἀπρᾱγίῃ , ἀπραγία inaction fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»